- αρειανός
- -ή, -όοπαδός της αίρεσης του Αρείου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ευνόμιος — (333 – 393; μ.Χ.). Αρειανός επίσκοπος Κυζίκου και ρήτορας. Δάσκαλός του στη θεολογία ήταν ο αρειανός Αέτιος. Εξαιτίας των φρονημάτων υπέρ του αρειανισμού εκδιώχθηκε από την επισκοπή. Το 383 παρέδωσε μία έκθεση πίστης στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο,… … Dictionary of Greek
OFFICIUM — Grammaticis quasi Efficium, ab efficiendo, quod unicuique personae congruit, ut ait Donatus Adelph. Terent. Actu 1. Scen. 1. Aliis ab officiendo, id quod unusquisque efficere tenetur, ut nulli officiat: servatâ scil. honestate, quid loco, quid… … Hofmann J. Lexicon universale
αρειανίζω — ἀρειανίζω (AM) [αρειανός] είμαι οπαδός της αίρεσης του Αρείου, κλίνω προς την αίρεση του Αρείου … Dictionary of Greek
αρειανιστής — ἀρειανιστής ή ἀρειανίτης, ο (AM) [αρειανίζω] αρειανός* … Dictionary of Greek
αρειανόφρων — ἀρειανόφρων ( ονος), ο (AM) αυτός που παραδέχεται τη διδασκαλία του Αρείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρειανός + φρων < φρην (φρενός)] … Dictionary of Greek
βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… … Dictionary of Greek
Αθανάγιλδος — (Athanagild,6ος αι. μ.Χ.). Δέκατος τέταρτος βασιλιάς των Βησιγότθων της Ισπανίας (554; 567). Ανέβηκε στον θρόνο, μετά την εκθρόνιση του βασιλιά Αγίλα (549 554), χάρη στη βοήθεια των Βυζαντινών, στους οποίους είχε υποσχεθεί να δώσει όλες τις… … Dictionary of Greek
Ακάκιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός (1ος αι. μ.Χ.). Είχε επινοήσει φάρμακο κατά της αιμόπτυσης. 2. Δάσκαλος της ρητορικής (4ος αι. μ.Χ.). Συγγραφέας του έργου Ωκύπους, που αποδόθηκε στον Λουκιανό. Σπούδασε στην Αθήνα αλλά καταγόταν από την… … Dictionary of Greek
Αμαλάριχος — (502 – 531). Βασιλιάς των Βησιγότθων της Ισπανίας και της Σεπτιμανίας στη Γαλατία (507 531). Ήταν γιος του Αλάριχου Β’ και εγγονός του βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχου, ο οποίος ένωσε κάτω από το σκήπτρο του τα δύο βασίλεια των Οστρογότθων και… … Dictionary of Greek
Γεζέριχος ή Γιζέριχος ή Γενσέριχος — (389 – 477 μ.Χ.). Βασιλιάς των Βανδάλων και των Αλανών (428 477). Ήταν νόθος γιος του βασιλιά Γοδιγισήλου, αδελφός και διάδοχος του Γονδερίχου, μετά τον θάνατο του οποίου ανέβηκε στον θρόνο της Ισπανίας. Ο Γ., ευφυής άνθρωπος, πανούργος πολιτικός … Dictionary of Greek